Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Μαθήματα Ελληνικής Γλώσσας

ζώο το [zóo] Ο39:
  • 1. (και βιολ. ) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα (οι άλλες τέσσερις: τα φυτά, οι μύκητες, τα πρώτιστα και τα μονήρη)
  • β. (μειωτ. ) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου:
    • Ζει σαν το ζώο.
    • || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου:
      • Ξύπνησε το ζώο μέσα του.
  • γ. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) βλάκας, αναίσθητος, άξεστος, αγενής· (πρβ. κτήνος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: